- προσβοηθείας
- προσβοηθείᾱς , προσβοήθειαsupportfem acc plπροσβοηθείᾱς , προσβοήθειαsupportfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.